- οὔκων
- οὔκουνcertainly notionic (indeclform adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ουκών — οὐκῶν (Α) (δωρ. τ.) βλ. οὐκοῡν … Dictionary of Greek
οὐκῶν — οὐκοῦν doric (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ουκούν — οὐκοῡν, δωρ. τ. οὐκῶν (Α) επίρρ. 1. (σε ερωτήσεις στις οποίες αναμένεται κατάνευση σε κάποιο συμπέρασμα ή προσθήκη σε κάτι που έχει ήδη γίνει παραδεκτό) λοιπόν δεν, άρα δεν («οὐκοῡν δοκεῑ σοι... συμφέρον εἶναι...;», Ξεν.) 2. (όταν αναμένεται… … Dictionary of Greek